- χρυσοχίτων
- χρῡσοχίτων , χρυσοχίτωνin coat of goldmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοχίτων' — χρῡσοχίτωνα , χρυσοχίτων in coat of gold masc/fem acc sg χρῡσοχίτωνι , χρυσοχίτων in coat of gold masc/fem dat sg χρῡσοχίτωνε , χρυσοχίτων in coat of gold masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ. β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χίτων… … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek
χρυσοχίτωνες — χρῡσοχίτωνες , χρυσοχίτων in coat of gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχίτωνι — χρῡσοχίτωνι , χρυσοχίτων in coat of gold masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχίτωνος — χρῡσοχίτωνος , χρυσοχίτων in coat of gold masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)